συνανείληφε

συνανείληφε
σύν-ἀναλαμβάνω
take up
perf imperat act 2nd sg
σύν-ἀναλαμβάνω
take up
perf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναναλαμβάνω — ΜΑ 1. ενσωματώνω 2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι (για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλο αρχ. 1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.) 2. (για φαρμ. ουσίες)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”